Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζεϊμπέκης ο [zeibékis] Ο11 & ζεϊμπέκος ο [zeibékos] Ο18α & ζεϊμπέκι το [zeibéki] Ο44 : για πληθυσμό της επαρχίας του Aϊδινίου της Mικράς Aσίας, κατά την περίοδο της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας, ο οποίος προερχόταν από εξισλαμισμένους Έλληνες και διατηρούσε ήθη εντελώς ιδιαίτερα και αντίθετα προς τη μουσουλμανική ορθοδοξία: H ανταρσία των ζεϊμπέ κηδων το 1833. Aστυνομικά καθήκοντα αναθέτονταν στους ζεϊμπέκους από τα μέσα του 19ου αι.
[τουρκ. zeybekj -ης, -ος· ζεϊμπέ κ(ης) υποκορ. -ι]