Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ζευγαρωτός, επίθ.
-
- α) Που αποτελεί ζευγάρι (αρσενικό και θηλυκό):
- όλα τα ζα ζευγαρωτά γυρίζουσιν (Κυπρ. ερωτ. 9720)·
- β) (πληθ., προκ. για παιδιά) δίδυμα:
- έποικε ζευγαρωτά παιδάκια (Χούμνου, Κοσμογ. 1321).
- Το ουδ. ως ουσ. = ζευγάρι:
- Να βάλει (ενν. ο Νώε) επτά ζευγαρωτά … από πάσα γένος (Χούμνου, Κοσμογ. 449).
[<ζευγαρώνω. Η λ. και σήμ.]
- α) Που αποτελεί ζευγάρι (αρσενικό και θηλυκό):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζευγαρωτός -ή -ό [zevγarotós] Ε1 : που είναι, υπάρχει, γίνεται κτλ. κατά ζεύγη. || (μετρ.): Zευγαρωτή ομοιοκαταληξία, κατά την οποία ομοιοκαταληκτούν ο πρώτος με το δεύτερο στίχο, ο τρίτος με τον τέταρτο κτλ.
ζευγαρωτά ΕΠIΡΡ ανά δύο, ταίρι ταίρι. [ζευγαρώ(νω) -τός]