Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζευγίτης ο [zevjítis] Ο10 : ζευγάς, ζευγολάτης.
[μσν. ζευγίτης (στη σημερ. σημ.) εν. < αρχ. πληθ. ζευγίτες (δες λ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζευγίτης ο.
-
- Γεωργός:
- ζευγίτα, σύρε, πιάσε τ’ αλέτρι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [923]).
[αρχ. ουσ. ζευγίτης. Η λ. και σήμ. λαϊκ.]
- Γεωργός: