Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζευγάρωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζευγάρωμα το [zevγároma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ζευγαρώνω. 1. (για ζώα): H περίοδος / η εποχή του ζευγαρώματος. 2. το συνταίριασμα, η αρμονική σύνδεση δύο πραγμάτων· πάντρεμα: Tο ~ του παλιού με το καινούριο.

[ζευγαρώ(νω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες