Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζεσταίνω [zesténo] -ομαι Ρ7.1 : 1α. κάνω κτ. να γίνει ζεστό, του ανεβάζω τη θερμοκρασία· θερμαίνω. ANT κρυώνω, ψύχω: ~ το νερό / ένα χώρο. Ο ήλιος ζεσταίνει την κάμαρά μου. ~ τη μηχανή του αυτοκινήτου. || ~ τα χέρια μου στη φωτιά. || Aνάβω τη σόμπα για να ζεσταθεί το δωμάτιο. (έκφρ.) ~ το κοκαλάκι μου, καταφέρνω να αισθανθώ ζέστη, ενώ πριν κρύωνα: Έλα πιο κοντά στο τζάκι να ζεσταθεί το κοκαλάκι σου. ΦΡ ζεσταίνει κάποιος την καρέκλα του, είναι πολύ εργατικός. ~ φίδι* στον κόρφο μου. β. (παθ.) αισθάνομαι ζέστη. ANT κρυώνω, δροσίζομαι: Zεστάθηκα και άνοιξα το παράθυρο. Aς ανάψουμε τη φωτιά να ζεσταθούμε. Πιες λίγο κονιάκ να ζεσταθείς. Kάνει τόσο πολλή ζέστη ή εγώ ζεσταίνομαι; γ. (παθ., ειδ. αθλ.) προετοιμάζομαι για άθληση, ζεσταίνοντας τους μυς του σώματός μου· προθερμαίνομαι2. 2. (μτφ.) α. δημιουργώ ένα περισσότερο ευχάριστο και οικείο ψυχολογικό κλίμα· θερμαίνω: Tο κρασί και οι αναμνήσεις από τα μαθητικά μας χρόνια ζέσταναν γρήγορα την ατμόσφαιρα. Πες του έναν καλό λόγο να του ζεστάνεις την καρδιά. || Οι αρχικές επιφυλάξεις εύκολα ξεπεράστηκαν και η ατμόσφαιρα άρχισε να ζεσταίνεται. β. κάνω κτ. να γίνει περισσότερο ενδιαφέρον και ευχάριστο: H παρουσία του ζέστανε τη συζήτηση. || Tο παιχνίδι άρχισε να ζεσταίνεται.
[μσν. ζεσταίνω < ζεστ(ός) -αίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζεσταίνω.
-
- Ενεργ.
- 1) Θερμαίνω:
- κακά ζεσταίνει … του γέρο η γιαγκάλη (Στάθ. Α´ 62)·
- (μέσ.):
- οινάριν να πίνω να ζεσταίνομαι (Σαχλ. B´ PM 466).
- 2) Κλωσσώ:
- Όρνιθα … αβγά φιδίου … ζέσταινε (Αιτωλ., Μύθ. 1162).
- 1) Θερμαίνω:
[<επίθ. ζεστός + κατάλ. ‑αίνω. Η λ. στο Meursius (‑στέ‑) και σήμ.]
- Ενεργ.