Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζεσεοσκοπία η [zeseoskopía] Ο25 : μέθοδος προσδιορισμού του σημείου ζέσεως διάφορων ουσιών.
[λόγ. ζεσε- (θ. της λ. ζέσις, σύγκρ. γεν. ζέσεως) -ο- + -σκοπία μτφρδ. διεθ. ebullio `ζέω΄ + -scopy = -σκοπία]