Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ζερβός, επίθ.· ζαρβός· θηλ. ζερβά.
-
- Αριστερός:
- ο δαίμονας τους έκαμε με την ζερβήν του χέραν (Σαχλ., Αφήγ. 539)·
- εις την ζερβή μερέα (Χρον. σουλτ. 3917).
- Το θηλ. ως ουσ. = το αριστερό χέρι:
- με τη ζερβή παλεύγου (Ερωτόκρ. Δ´ 1843).
[<επίθ. ζαρβός <*ζαβρός <ζαβός. Η λ. το 13. αι. (LBG), στο Meursius και σήμ.]
- Αριστερός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζερβός -ή -ό [zervós] Ε1 : (λαϊκότρ., προφ.) 1α. που βρίσκεται στο αριστερό μέρος· αριστερός. ANT δεξιός: Tο ζερβό χέρι. β. (ως ουσ.) β1. το ζερβό, το αριστερό χέρι: Γράφει με το ζερβό. β2. τα ζερβά (του βουνού, του δάσους κτλ.), η ανήλιαγη πλευρά. 2. (ως ουσ., για πρόσ.) αριστερόχειρας, ζερβοχέρης.
ζερβά ΕΠIΡΡ αριστερά: Kοίτα ίσα μπροστά, ούτε ~ ούτε δεξιά. [μσν. ζερβός < *ζαρβός (τροπή [a > e] ίσως από επίδρ. του [r] ) < *ζαβρός (μετάθ. του [r] ) < ζαβός (προσθήκη του [r] ίσως με επίδρ. του αριστερός)]