Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ζερβά, επίρρ.· ζαρβά.
-
- Αριστερά:
- (Χρον. Μορ. P 7794)·
- Ζερβά-δεξά τους πολεμά (Ερωτόκρ. Δ´ 1055).
[<επίθ. ζερβός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Αριστερά: