Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζενιθιακός -ή -ό [zeniθiakós] & ζενιθικός -ή -ό [zeniθikós] Ε1 : (αστρον.) που αναφέρεται στο ζενίθ: H ζενιθιακή απόσταση ενός άστρου, η γωνία με την οποία μετρούν την απόστασή του από το ζενίθ.
[λόγ. ζενίθ -ιακός, -ικός]