Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζεμπίλι το [zembíli] Ο44 : μεγάλος σάκος από ψάθα, χοντρό ύφασμα ή δέρμα, με ανοιχτό στόμιο και δύο λαβές, για πρόχειρες μεταφορές (οικοδομικών υλικών κτλ.). || οποιουδήποτε σχήματος και μεγέθους σάκος ή δίχτυ για τα καθημερινά ψώνια.
[τουρκ. zembil -ι]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζεμπίλι το.
-
- Κοφίνι (πλεγμένο από καλάμια ή φύλλα φοινικιάς):
- έφαγαν … και εσήκωσαν τα κομμάτια οπού επερίσσευαν επτά ζεμπίλια (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. η´ 8).
[<τουρκ. zembil. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Κοφίνι (πλεγμένο από καλάμια ή φύλλα φοινικιάς):