Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ζεματιστός, επίθ.
-
- Ζεματισμένος:
- ψιχίτσας ζεματιστάς (Προδρ. IV 594 χφ V κριτ. υπ.)·
- σιμιδάλη … ζεματιστή (Πεντ. Λευιτ. VI 14).
[<ζεματίζω. Η λ. στο LBG, στο Somav. (λ. ‑σμένος) και σήμ.]
- Ζεματισμένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζεματιστός -ή -ό [zematistós] Ε1 : (συνήθ. για υγρά) που είναι πάρα πολύ θερμός, που ζεματάει· καυτός: Zεματιστό νερό / λάδι.
[μσν. ζεματιστός < ζεματισ- (ζεματίζω) -τός]