Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζεμάτισμα το [zemátizma] & ζεμάτημα το [zemátima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ζεματίζω· κάψιμο.
[ζεματισ- (ζεματίζω), ζεματη- (ζεματώ) -μα]