Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζαχαρώνω [zaxaróno] Ρ1α μππ. ζαχαρωμένος : 1. για καρπούς, γλυκά, μέλι κτλ. που παθαίνουν κρυστάλλωση του ζαχάρου που περιέχουν· ζαχαριάζω: Zαχαρώνει το μέλι / η μαρμελάδα / το καρπούζι. Zαχαρωμένα φρούτα. Ρίχνουμε στο σιρόπι λίγο λεμόνι, για να μη ζαχαρώσει. 2. (πειραχτικά) ερωτοτροπώ. || (λαϊκ.) κοιτάζω κτ. που το επιθυμώ πολύ: ~ τώρα μια καινούρια μηχανή.
[ζάχαρ(η) -ώνω]