Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζαχαροκάλαμο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαχαροκάλαμο το [zaxarokálamo] Ο41 : φυτό των τροπικών και παρατροπικών χωρών, από το χυμό του οποίου παράγεται, με βιομηχανικές μεθόδους, ζάχαρη: Οι φυτείες ζαχαροκάλαμου στην Kούβα.

[λόγ. < σακχαροκάλαμον με προσαρμ. στη δημοτ. από επίδρ. της λ. ζάχαρη < σακχαρο- + κάλαμ(ος) -ον μτφρδ. γαλλ. canne à sucre ή γερμ. Zuckerrohr]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες