Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ζαχαρένιος, επίθ.· ζαχαρένος.
-
- α) Καμωμένος από ζάχαρη, γλυκός:
- ζαχαρένια βρώση (Τζάνε, Κρ. πόλ. 47222)·
- β) (μεταφ.) γλυκός, ευχάριστος· γοητευτικός:
- κάλλη ζαχαρένια (Ερωτόκρ. Ε´ 1088)·
- λόγια ζαχαρένα (Κυπρ. ερωτ. 11625).
[<ουσ. ζάχαρη + κατάλ. ‑ένιος. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- α) Καμωμένος από ζάχαρη, γλυκός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζαχαρένιος -α -ο [zaxarénos] Ε4 : 1. παρασκευασμένος με ζάχαρη: ~ χαλβάς. || (μτφ.): Zαχαρένια χείλη, πολύ γλυκά. 2. (ως ουσ.) η ζαχαρένια*.
[ζάχαρ(η) -ένιος]