Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζαχαρένια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαχαρένια η [zaxaréna] Ο26 : (προφ., με την κτητ. αντων. μου, σου, του κτλ.) συνήθ. στην έκφραση χαλώ τη ~ μου, στενοχωριέμαι, αλλάζει η ψυχική μου διάθεση: Δε χαλώ τη ~ μου για τέτοια πράγματα.

[ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. ζαχαρένιος]

[Λεξικό Κριαρά]
ζαχαρένια, επίρρ.
  • (Μεταφ.) με γλυκό τρόπο, γλυκά:
    • ζαχαρένι’ απιλογήθη (Βοσκοπ. 115).

[<επίθ. ζαχαρένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες