Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζαχάρωμα το [zaxároma] Ο49 : 1. η εμφάνιση κρυστάλλων ζάχαρης σε καρπούς και γλυκά. 2. (πειραχτικά, συνήθ. πληθ.) ερωτικές διαχύσεις, θωπείες· ερωτοτροπίες, γλύκες.
[ζαχαρώ(νω) -μα]