Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζαφορά η [zaforá] Ο24 : 1. είδος φυτού που καλλιεργείται για τις χρωστικές και φαρμακευτικές του ιδιότητες· κρόκος. 2. το κίτρινο χρώμα που παράγεται απ΄ αυτό το φυτό.
[αραβ. zâfaran, με ανομ. του μεσαίου από τα τρία όμ. φων. και αποβ. του τελικού [n] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζαφορά η· ζαφαρά· γεν. ‑άδος.
-
- α) Καρύκευμα από το φυτό κρόκος:
- με περίσσα ζαφορά καμπόσες μακαρούνες (Φορτουν. Α´ 87)·
- β) κίτρινη χρωστική ουσία από το ίδιο υλικό:
- Γράψον … μετά ζαφαράδος (Ιατροσ. 21106).
[<βεν. zafaran (ιταλ. zaffarano) <αραβ. za’farān. Η λ. στο LBG, στο Meursius και σήμ.]
- α) Καρύκευμα από το φυτό κρόκος: