Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζαφειρένιος -α -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ζαφειρένιος, επίθ.
  • Που έχει το γαλάζιο χρώμα του ζαφειριού:
    • μάτια ζαφειρένια (Πανώρ. Α´ 79).

[<ουσ. ζαφείρι + κατάλ. ένιος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαφειρένιος -α -ο [zafirénos] Ε4 : 1. (για κοσμήματα) κατασκευασμένος με ζαφειρόπετρες: Zαφειρένιο δαχτυλίδι / βραχιόλι. 2. που έχει το ωραίο γαλανό χρώμα του ζαφειριού: Zαφειρένια θάλασσα. Tο ζαφειρένιο βάθος τ΄ ουρανού. Zαφειρένια μάτια.

[ζαφείρ(ι) -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες