Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζαφείρι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαφείρι το [zafíri] Ο44 : ορυκτός πολύτιμος λίθος σε όλες τις αποχρώσεις του γαλανού, από το ανοιχτό ως το σκούρο: Kοσμήματα από ζαφείρια και ρουμπίνια. || Zαφείρια είναι τα μάτια της, γαλανά και ωραία σαν ζαφείρια.

[μσν. ζαφείρι(ν) < ζάφειρ(ος) υποκορ. -ι(ο)ν < ζάμφειρος (με αφομ. [mf > ff] και απλοπ. του διπλού συμφ. [ff > f] ) < ελνστ. σάπφειρος (`lapis lazuli΄, ημιπολύτιμος λίθος συγγενικός προς το ζαφείρι) (σημιτ. προέλ.), με ηχηροπ. του αρχικού [s > z] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-s > ton-z] και ανομ. τροπή [pf > mf] ]

[Λεξικό Κριαρά]
ζαφείριν το· ζαφείρι· σαφείρι.
  • 1)
    • α) Πολύτιμη πέτρα, ζαφείρι:
      • το δαχτυλίδιν τση με τ’ ακριβό ζαφείρι (Ερωτόκρ. Ε´ 555
      • (μεταφ.):
        • Για ’δέ τα ζαφείρια, οπού έναι τούτοι οι νέοι (Συναξ. γυν. 613
    • β) (μεταφ.) που είναι γαλάζιος και όμορφος σαν ζαφείρι:
      • τα μάτια τση ζαφείρι (Ερωτόκρ. Β´ 611).
  • 2) (Ως προσφών. αγαπημένου προσώπου):
    • για σεν λιγώνομαι, πανώριο μου ζαφείρι (Ch. pop. 287).

[<μτγν. ουσ. σαπφείριον. Ο τ. ζαφείρι στο Meursius (ήρη) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ζαφείρινος, επίθ.
  • Καμωμένος από ζαφείρι:
    • ζώδιον … εκ λίθου ζαφειρίνου (Βέλθ. 370).

[<ουσ. ζάφειρος + κατάλ. ινος. Πβ. μτγν. επίθ. σαπφείρινος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες