Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζαρώνω [zaróno] Ρ1α μππ. ζαρωμένος : 1. συστέλλω (ακούσια ή εκούσια) το σώμα μου, έτσι ώστε να πιάνω το μικρότερο δυνατό χώρο· μαζεύομαι. ANT απλώνομαι, τεντώνομαι: ~ από φόβο / από ντροπή / από κρύο. Zάρωσε σε μια γωνιά φοβισμένος. || μικραίνω σε όγκο, αδυνατίζω: Zάρωσε από την αρρώστια. Zαρωμένο κι αδύνατο γεροντάκι. 2. αποκτώ ζάρες: Tο πρόσωπό του είχε αρχίσει να ζαρώνει και τα μαλλιά του να ασπρίζουν. Zαρώνει ένα ύφασμα / ένα ένδυμα κτλ.· (πρβ. σουρώνω, τσαλακώνω). 3. κάνω κτ. να ζαρώσει: ~ το μέτωπό μου / τα φρύδια μου.
[μσν. ζαρώνω < *οζαρώνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < *οζάρ(ιον) -ώνω υποκορ. του αρχ. ὄζ(ος) `κλαδί, “μάτι” κλαδιού΄ -άριον]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζαρώνω.
-
- 1) Ζαρώνω, ρυτιδώνομαι:
- Το πρόσωπό μου εζάρωσε (Πανώρ. Δ´ 13).
- 2) Μαζεύομαι:
- ο βορθακός αρχίνησε ν’ απλώνει, να ζαρώνει (Ζήνου, Βατραχ. 122)·
- (μεταφ.):
- Από τον φόβον … εζάρωσε ο ταπεινός (Αλεξ. 198).
- 3) Κάμπτομαι, λυγίζω:
- τους πόδας αυτού (ενν. του ιέρακος) εις κοντάριον πλατύ καθίζουσιν, ίνα οι δάκτυλοι αυτού μη ζαρωθώσι (Ορνεοσ. αγρ. 5531).
[<*οζαρώνω <ουσ. *οζάριον <αρχ. όζος. Η λ. στο LBG (λ. ‑όω), στο Meursius (‑ειν) και σήμ.]
- 1) Ζαρώνω, ρυτιδώνομαι: