Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζαρωματιά η [zaromatxá] Ο24 (συνήθ. πληθ.) : μικρή πτυχή σε ύφασμα, δέρμα κτλ. που δεν είναι καλά τεντωμένο ή σιδερωμένο· ζάρα.
[ζαρωματ- (ζάρωμα) -ιά]