Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζαρτιέρα η [zartxéra] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : εξάρτημα της γυναικείας αμφίεσης το οποίο συγκρατεί τις κάλτσες και δένεται στη μέση.
[λόγ. < γαλλ. jarretièr(e) -α]