Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζαρτιέρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαρτιέρα η [zartxéra] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : εξάρτημα της γυναικείας αμφίεσης το οποίο συγκρατεί τις κάλτσες και δένεται στη μέση.

[λόγ. < γαλλ. jarretièr(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες