Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζαρίφης ο [zarífis] Ο11 θηλ. ζαρίφισσα [zarífisa] Ο27α : (λαϊκότρ., για πρόσ.) κομψός, λεπτός, ευγενικός στους τρόπους.
[τουρκ. zarif -ης· ζαρίφ(ης) -ισσα]