Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζακάρ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζακάρ το [zakár] Ο (άκλ.) : α. τρόπος ύφανσης ή συνήθ. πλεξίματος με πολύχρωμα νήματα που σχηματίζουν γραμμικά σχέδια: Πλέκω ~. β. (συνήθ. ως επίθ.) για ένδυμα πλεγμένο (ή από ύφασμα) με τον παραπάνω τρόπο: Zακέτα / πουλόβερ / μπλούζα ~.

[λόγ. < γαλλ. jacquard < ανθρωπων. Jacquard (όν. του κατασκευαστή)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες