Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζακάρ το [zakár] Ο (άκλ.) : α. τρόπος ύφανσης ή συνήθ. πλεξίματος με πολύχρωμα νήματα που σχηματίζουν γραμμικά σχέδια: Πλέκω ~. β. (συνήθ. ως επίθ.) για ένδυμα πλεγμένο (ή από ύφασμα) με τον παραπάνω τρόπο: Zακέτα / πουλόβερ / μπλούζα ~.
[λόγ. < γαλλ. jacquard < ανθρωπων. Jacquard (όν. του κατασκευαστή)]