Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζαγάρι το [zaγári] Ο44 : (λαϊκότρ.) α. κυνηγετικό σκυλί· κυνηγόσκυλο, λαγωνικό. β. (μτφ., προφ.) χαρακτηρισμός προσώπου, συνήθ. περιφρονητικός και σπανιότερα εγκωμιαστικός· (πρβ. σκυλί): Φύγε από δω βρε ~. Tα κατάφερε πάλι το ~.
[μσν. ζαγάρι < ζαγάρι(ο)ν `κυνηγόσκυλο΄ < τουρκ. zağari < αραβ. sakar]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζαγάριον το· ζαγάρι· ζαγάριν.
-
- Κυνηγητικό σκυλί· σκυλί:
- έχει και σκύλους δυνατούς …, ζαγάρια (Συναξ. γαδ. 32).
[<τουρκ. zağar. Ο τ. ‑ι στο Somav. και σήμ. Η λ. στο Meursius· βλ. και LBG]
- Κυνηγητικό σκυλί· σκυλί:
[Λεξικό Κριαρά]
- ζαγαριτζής ο,
- βλ. ζαγαρτζής.