Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ζαβός, επίθ.
-
- 1) Άμυαλος, ανόητος· τρελός, παλαβός:
- Όνειρον είν’ πολλά ζαβό (Ερωτόκρ. Α´ 213)·
- ο πόνος κι η πολλή χαρά ωσά ζαβό τον έχει (Ερωτόκρ. Ε´ 510).
- 2) Παράνομος:
- πολεμάς άδικον ζαβόν του ρηγός (Ασσίζ. 20322).
- Το ουδ. ως ουσ. = παρανομία:
- (Ασσίζ. 20318).
[πιθ. σχετ. με το ουσ. ζάβα (για διάφ. ετυμ. βλ. Καραποτόσογλου 1989: 250-60). Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- 1) Άμυαλος, ανόητος· τρελός, παλαβός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζαβός -ή -ό [zavós] Ε1 : 1. (προφ., λαϊκότρ.) α. στραβός. ANT ίσιος: Zαβό ραβδί. Zαβά πόδια. || Zαβό περπάτημα. β. (μτφ.) που είναι το αντίθετο από αυτό που επιθυμούμε· στραβός, στραβός κι ανάποδος, κακός: Φταίει το ζαβό το ριζικό μας. Kόσμε ζαβέ! 2. (προφ., λαϊκ.) για πρόσωπο που σκέφτεται, ενεργεί, συμπεριφέρεται με τρόπο όχι κανονικό ή φυσιολογικό. α. ανόητος, βλάκας, βλαμμένος: ~ άνθρωπος. Είναι λίγο ζαβή η κακομοίρα, μην την ξεσυνερίζεσαι. || Zαβά λόγια. Zαβό κεφάλι. β. ιδιότροπος, λοξός, ανάποδος: Δε βρίσκεις άκρη με ζαβούς ανθρώπους. || Zαβά καμώματα.
ζαβά ΕΠIΡΡ συνήθ. στη σημ. 2α: Tου μίλησες ~ και άπρεπα. [μσν. ζαβός `αγκύλος, στρεβλός, άμυαλος΄ < αραβ. zâwiyah `γωνία΄(;) (πρβ. μσν. ζαβιά `ανοησία΄)]