Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζαβολιά η [zavolá] Ο24 : α. η δόλια παράβαση κανόνων παιχνιδιού: Δεν παίζω, γιατί κάνεις ζαβολιές. β. (στις καθημερινές συναλλαγές ή σχέσεις) παράβαση ή διαστρέβλωση συμφωνιών, προσπάθεια εξαπάτησης, συνήθ. για ασήμαντο όφελος ή για αστείο: Άσε τις ζαβολιές και κάνε ό,τι υποσχέθηκες. A, όλα κι όλα! ζαβολιές δε θέλω. (έκφρ.) τρίτη* και ~.
[< διαβολιά, με τροπή [δi > z] (πρβ. ελνστ. *ζάβολος (< διάβολος) μαρτυρημένο μέσω του λατ. zabulos, zabolus)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζαβολιάρης -α -ικο [zavoláris] Ε9 θηλ. (προφ.) και ζαβολιάρισσα [zavolárisa] Ε (βλ. Ο27) : που συνηθίζει να κάνει ζαβολιές (κυρ. σε παιχνίδι): ~ παίχτης. Zαβολιάρικο παιδί. || (ως ουσ.): Δεν παίζουμε με ζαβολιάρηδες.
[ζαβολ(ιά) -ιάρης· ζαβολιάρ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζαβολιάρικος -η -ο [zavolárikos] Ε5 : που έχει το χαρακτήρα, τον τρόπο του ζαβολιάρη: Zαβολιάρικες κουβέντες. Zαβολιάρικα καμώματα. Zαβολιάρικο παιχνίδι.
ζαβολιάρικα ΕΠIΡΡ με τρόπο ζαβολιάρικο: Πολύ ~ παίζει. [ζαβολιάρ(ης) -ικος]