Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζαβλάκωμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαβλάκωμα το [zavlákoma] Ο49 : το αποτέλεσμα του ζαβλακώνω· ζαβλακωμάρα.

[ζαβλακώ(νω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαβλακωμάρα η [zavlakomára] Ο25α : (οικ.) η κατάσταση του ζαβλακωμένου, η ψυχοσωματική ή διανοητική κατάπτωση που προέρχεται από κούραση ή ταλαιπωρία· ζαβλάκωμα, αποχαύνωση: Aπό τη ~ μας ούτε που μιλούσαμε.

[ζαβλάκωμ(α) -άρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες