Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζαβάδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαβάδα η [zaváδa] Ο26 : (οικ.) η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του ζαβού, οι πράξεις ή τα λόγια του. α. ανοησία: Tέτοιες ζαβάδες δεν τις περίμενα από σένα. β. (συνήθ. πληθ.) ιδιοτροπία, παραξενιά, λόξα: Ήσυχος άνθρωπος, αλλά τον πιάνουν πότε πότε οι ζαβάδες του.

[ζαβ(ός) -άδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες