Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ζήτησις ‑ση η· εζήτησις.
-
- 1)
- α) Προσπάθεια για ανεύρεση, αναζήτηση:
- (Καλλίμ. 1455)·
- β) (προκ. για σύγγραμμα) έρευνα:
- (Μάρκ., Βουλκ. 3391).
- α) Προσπάθεια για ανεύρεση, αναζήτηση:
- 2) Ερώτηση:
- Του Καλλιμάχου ζήτησις πάλιν προς Χρυσορρόην (Καλλίμ. 600).
- 3)
- α) Αίτημα, επιθυμία, παράκληση:
- ήκουσεν ο πατήρ του υιού την ζήτησιν (Διγ. Άνδρ. 34333)·
- β) επιδίωξη, επιθυμία:
- Ζήτησιν μεγάλην είχεν, … τούτον καταλύσαι (Ερμον. Ζ 1)·
- γ) απαίτηση, αξίωση:
- ο αυθέντης … έστερξε και άκων την ζήτησιν αυτών (Ιστ. πολιτ. 6513).
- α) Αίτημα, επιθυμία, παράκληση:
- 4) Ζήτημα, θέμα, υπόθεση:
- έβαλεν την εζήτησιν έμπροσθεν της βουλής του (Μαχ. 35224).
- 5) (Νομ.)
- α) αμφισβήτηση· διεκδίκηση:
- καμμία ζήτηση κανενού βίου (Ασσίζ. 42823)·
- β) ζητούμενο, διεκδικούμενο χρηματικό ποσό:
- η ζήτησις αναβιβάζεται απού α´ μάρκον ασήμιν και επάνω (Ασσίζ. 10820)·
- γ) καταγγελία, κατηγορία:
- τους καμπίτας τούς κράζουν εις πόλεμον του φόνου ή κλεψίας ή διά καμμίαν άλλην ζήτησιν (Ασσίζ. 21226).
- α) αμφισβήτηση· διεκδίκηση:
[αρχ. ουσ. ζήτησις. Η λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1)