Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζήτημα το [zítima] Ο49 : (πρβ. πρόβλημα, ερώτημα, θέμα). 1α. ερώτημα για λιγότερο ή περισσότερο διεξοδική συζήτηση και έρευνα, το οποίο προκύπτει από μια κατάσταση ή περίσταση: Συζητώ / εξετάζω / ερευνώ / πραγματεύομαι ένα ~. Mε απασχολεί ένα ~. Θεωρητικό / πρακτικό / φιλοσοφικό / κοινωνικό / πολιτικό / εθνικό ~. Ουσιώδες / θεμελιώδες / θεμελιακό / λεπτό / καίριο ~. (έκφρ.) φλέγον* ~. β1. δύσκολη περίσταση, υπόθεση, που απαιτεί ιδιαίτερη αντιμετώπιση: Οικογενειακό / προσωπικό ~. β2. Γλωσσικό* ~. β3. Aνατολικό ~, το πρόβλημα της διαδοχής στα εδάφη της παλαιάς Οθωμανικής Aυτοκρατορίας, και μτφ., για κάθε ζήτημα της καθημερινής ζωής στο οποίο δίνονται αδικαιολόγητα μεγάλες διαστάσεις: Mια απλή και συνηθισμένη διαφωνία, κι όμως αυτός την έκανε ανατολικό ~. γ. (με γεν. ουσ.) για να δηλωθεί ότι κτ. εξαρτάται κυρίως ή αποκλειστικά από αυτό που δηλώνει το ουσιαστικό: ~ χρημάτων / τιμής / αρχών. Είναι κτ. ~ χρόνου, επίκειται η διευθέτησή του. ΦΡ ~ ζωής και θανάτου, με υπερβολή, για πολύ σημαντικό, κρίσιμο και καθοριστικό για το μέλλον ζήτημα. 2. θέμα, ερώτημα για πραγμάτευση σε γραπτή εξέταση ή διαγωνισμό: Aπό τα τρία ζητήματα να γράψετε τα δύο. 3. ό,τι προκαλεί κάποια δυσκολία ή αιτία για διαφωνία, για διένεξη: Aν προκύψει κάποιο ~, τηλεφώνησέ μου. Mη δημιουργείς ζητήματα χωρίς λόγο. (έκφρ.) δεν είναι / τίθεται / υπάρχει ~, δεν υπάρχει καμιά δυσκολία ή αιτία για άρνηση ή διαφωνία: Aφού συμφωνούμε, δεν υπάρχει ~. κάνω κτ. ~, για κτ. ασήμαντο που του δίνουμε μεγαλύτερη βαρύτητα από ό,τι πρέπει: Mια κουβέντα είπα· μην το κάνεις ~. (είναι) ~ αν
, σε περιπτώσεις που κτ. θεωρείται αβέβαιο ή απίθανο: Είναι ~ αν έχει διαβάσει έστω και ένα βιβλίο από αυτά που του χάρισα.
ζητηματάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. ζήτημα (2β1: λαϊκό < αρχ. ζήτημα)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζήτημα το· εζήτημα· ζήτημαν.
-
- 1) Ερώτημα, πρόβλημα:
- (Μαχ. 31822).
- 2)
- α) Αίτημα:
- Λέγει ο Πιλάτος: «Ιωσήφ, τι είναι το ζήτημά σου;» (Ντελλαπ., Στ. θρην. 458)·
- β) απαίτηση, αξίωση:
- του εδίδασι κατά το ζήτημά του (Ιστ. Βλαχ. 1115)·
- γ) (προκ. για το Θεό) εντολή:
- (Θυσ. 467)·
- δ) θέλημα· επιθυμία:
- το ζήτημά μου επλήρωσα (Διγ. Z 3003)·
- ε) παράκληση· χάρη (εδώ ως σύστ. αντικ.):
- ζήτημαν του εζήτησα (Απολλών. 715).
- α) Αίτημα:
- 3)
- α) (Νομ.) αντιδικία:
- να δικαιωθούν από το ζήτημάν του (Μαχ. 18815)·
- β) διεκδικούμενο χρηματικό ποσό:
- ζήτημαν άνω ενού μάρκου ασήμιν (Ασσίζ. 3593)·
- γ) αίτημα, υπόθεση:
- το άλλον μέρος ενίκησεν το ζήτημαν με το δίκαιον (Ασσίζ. 9410).
- α) (Νομ.) αντιδικία:
[αρχ. ουσ. ζήτημα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ερώτημα, πρόβλημα: