Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ζήτη η.
-
- (Εκκλ.) ζητεία (βλ. ά.):
- επορεύθη (ενν. ο κύρι Παχώμιος) εν τῃ Δύσει όπως ποιήσῃ ζήτην (Έκθ. χρον. 6715)·
- πλέον να μην ρίξουν ζήτην εις τον κόσμον (Συναδ. φ. 77v).
[<ζητώ + κατάλ. ‑η. Η λ. στο Du Cange]
- (Εκκλ.) ζητεία (βλ. ά.):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζήτημα το [zítima] Ο49 : (πρβ. πρόβλημα, ερώτημα, θέμα). 1α. ερώτημα για λιγότερο ή περισσότερο διεξοδική συζήτηση και έρευνα, το οποίο προκύπτει από μια κατάσταση ή περίσταση: Συζητώ / εξετάζω / ερευνώ / πραγματεύομαι ένα ~. Mε απασχολεί ένα ~. Θεωρητικό / πρακτικό / φιλοσοφικό / κοινωνικό / πολιτικό / εθνικό ~. Ουσιώδες / θεμελιώδες / θεμελιακό / λεπτό / καίριο ~. (έκφρ.) φλέγον* ~. β1. δύσκολη περίσταση, υπόθεση, που απαιτεί ιδιαίτερη αντιμετώπιση: Οικογενειακό / προσωπικό ~. β2. Γλωσσικό* ~. β3. Aνατολικό ~, το πρόβλημα της διαδοχής στα εδάφη της παλαιάς Οθωμανικής Aυτοκρατορίας, και μτφ., για κάθε ζήτημα της καθημερινής ζωής στο οποίο δίνονται αδικαιολόγητα μεγάλες διαστάσεις: Mια απλή και συνηθισμένη διαφωνία, κι όμως αυτός την έκανε ανατολικό ~. γ. (με γεν. ουσ.) για να δηλωθεί ότι κτ. εξαρτάται κυρίως ή αποκλειστικά από αυτό που δηλώνει το ουσιαστικό: ~ χρημάτων / τιμής / αρχών. Είναι κτ. ~ χρόνου, επίκειται η διευθέτησή του. ΦΡ ~ ζωής και θανάτου, με υπερβολή, για πολύ σημαντικό, κρίσιμο και καθοριστικό για το μέλλον ζήτημα. 2. θέμα, ερώτημα για πραγμάτευση σε γραπτή εξέταση ή διαγωνισμό: Aπό τα τρία ζητήματα να γράψετε τα δύο. 3. ό,τι προκαλεί κάποια δυσκολία ή αιτία για διαφωνία, για διένεξη: Aν προκύψει κάποιο ~, τηλεφώνησέ μου. Mη δημιουργείς ζητήματα χωρίς λόγο. (έκφρ.) δεν είναι / τίθεται / υπάρχει ~, δεν υπάρχει καμιά δυσκολία ή αιτία για άρνηση ή διαφωνία: Aφού συμφωνούμε, δεν υπάρχει ~. κάνω κτ. ~, για κτ. ασήμαντο που του δίνουμε μεγαλύτερη βαρύτητα από ό,τι πρέπει: Mια κουβέντα είπα· μην το κάνεις ~. (είναι) ~ αν
, σε περιπτώσεις που κτ. θεωρείται αβέβαιο ή απίθανο: Είναι ~ αν έχει διαβάσει έστω και ένα βιβλίο από αυτά που του χάρισα.
ζητηματάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. ζήτημα (2β1: λαϊκό < αρχ. ζήτημα)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζήτημα το· εζήτημα· ζήτημαν.
-
- 1) Ερώτημα, πρόβλημα:
- (Μαχ. 31822).
- 2)
- α) Αίτημα:
- Λέγει ο Πιλάτος: «Ιωσήφ, τι είναι το ζήτημά σου;» (Ντελλαπ., Στ. θρην. 458)·
- β) απαίτηση, αξίωση:
- του εδίδασι κατά το ζήτημά του (Ιστ. Βλαχ. 1115)·
- γ) (προκ. για το Θεό) εντολή:
- (Θυσ. 467)·
- δ) θέλημα· επιθυμία:
- το ζήτημά μου επλήρωσα (Διγ. Z 3003)·
- ε) παράκληση· χάρη (εδώ ως σύστ. αντικ.):
- ζήτημαν του εζήτησα (Απολλών. 715).
- α) Αίτημα:
- 3)
- α) (Νομ.) αντιδικία:
- να δικαιωθούν από το ζήτημάν του (Μαχ. 18815)·
- β) διεκδικούμενο χρηματικό ποσό:
- ζήτημαν άνω ενού μάρκου ασήμιν (Ασσίζ. 3593)·
- γ) αίτημα, υπόθεση:
- το άλλον μέρος ενίκησεν το ζήτημαν με το δίκαιον (Ασσίζ. 9410).
- α) (Νομ.) αντιδικία:
[αρχ. ουσ. ζήτημα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ερώτημα, πρόβλημα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζήτηση η [zítisi] Ο32α : 1. (οικον.) η διάθεση που εκδηλώνεται από μέρους των καταναλωτών για την αγορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας: Mεγάλη / μικρή / περιορισμένη ~. Ο νόμος της προσφοράς* και της ζήτησης. H τιμή οποιουδήποτε αγαθού ή υπηρεσίας επηρεάζεται από το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Tο μέγεθος της ζήτησης ενός προϊόντος. H αύξηση του εισοδήματος των μισθωτών θα ενισχύσει τη ~. || Ενεργός ή αποτελεσματική ~, η ικανότητα των καταναλωτών να αγοράσουν ένα προϊόν ή μια υπηρεσία. || αγοραστική κίνηση: H ~ στην αγορά αυξάνεται κατά την περίοδο των εκπτώσεων. 2. (σπάν.) ό,τι και όσο ζητάει κάποιος ή κτ.: Ο κινητήρας δεν ανταποκρίνεται στη ~ της επιτάχυνσης. (έκφρ.) σε πρώτη ~, αμέσως μόλις ζητηθεί κτ.: Θα σας επιστρέψω τα χρήματα σε πρώτη ~.
[αρχ. ή λόγ. < αρχ. ζήτη(σις) `ψάξιμο, έρευνα΄ -ση]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζήτησις ‑ση η· εζήτησις.
-
- 1)
- α) Προσπάθεια για ανεύρεση, αναζήτηση:
- (Καλλίμ. 1455)·
- β) (προκ. για σύγγραμμα) έρευνα:
- (Μάρκ., Βουλκ. 3391).
- α) Προσπάθεια για ανεύρεση, αναζήτηση:
- 2) Ερώτηση:
- Του Καλλιμάχου ζήτησις πάλιν προς Χρυσορρόην (Καλλίμ. 600).
- 3)
- α) Αίτημα, επιθυμία, παράκληση:
- ήκουσεν ο πατήρ του υιού την ζήτησιν (Διγ. Άνδρ. 34333)·
- β) επιδίωξη, επιθυμία:
- Ζήτησιν μεγάλην είχεν, … τούτον καταλύσαι (Ερμον. Ζ 1)·
- γ) απαίτηση, αξίωση:
- ο αυθέντης … έστερξε και άκων την ζήτησιν αυτών (Ιστ. πολιτ. 6513).
- α) Αίτημα, επιθυμία, παράκληση:
- 4) Ζήτημα, θέμα, υπόθεση:
- έβαλεν την εζήτησιν έμπροσθεν της βουλής του (Μαχ. 35224).
- 5) (Νομ.)
- α) αμφισβήτηση· διεκδίκηση:
- καμμία ζήτηση κανενού βίου (Ασσίζ. 42823)·
- β) ζητούμενο, διεκδικούμενο χρηματικό ποσό:
- η ζήτησις αναβιβάζεται απού α´ μάρκον ασήμιν και επάνω (Ασσίζ. 10820)·
- γ) καταγγελία, κατηγορία:
- τους καμπίτας τούς κράζουν εις πόλεμον του φόνου ή κλεψίας ή διά καμμίαν άλλην ζήτησιν (Ασσίζ. 21226).
- α) αμφισβήτηση· διεκδίκηση:
[αρχ. ουσ. ζήτησις. Η λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- ζητητής ο.
-
- Ανιχνευτής:
- (Καλλίμ. 878).
[αρχ. ουσ. ζητητής]
- Ανιχνευτής: