Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζήλος ο [zílos] Ο18α : η έντονη και έμπρακτη προθυμία, η βαθιά πίστη και αφοσίωση κατά την εκτέλεση ενός έργου ή την ανάληψη μιας δραστηριότητας· ζέση, θέρμη, ενθουσιασμός: Δείχνω / έχω ζήλο για κτ. Aφοσιώνομαι / αγωνίζομαι / εργάζομαι με ζήλο, πάθος. Όχι μόνο δέχτηκε να μας βοηθήσει, παρά και επέδειξε πρωτοφανή ζήλο. Θρησκευτικός ~. Yπερβάλλων ~.
[λόγ. < αρχ. ζῆλος]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζήλος (I) ο.
-
- 1) Ζήλεια, φθόνος:
- (Φλώρ. 1143).
- 2) Προθυμία, ζέση, ζήλος:
- (Λίμπον. 163).
- 3) Σφοδρή επιθυμία· πόθος:
- (Διγ. Esc. 1143).
- 4) Άμιλλα:
- ο φθόνος έν’ κακός, αλλ’ ουχί και ο ζήλος (Κορων., Μπούας 141).
[αρχ. ουσ. ζήλος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ζήλεια, φθόνος:
[Λεξικό Κριαρά]
- ζήλος (II) το.
-
- Δυνατή επιθυμία, πόθος:
- Το ζήλος τούτο … γεννάται από ψυχής οπ’ αγαπά περίσσια (Φαλιέρ., Ιστ. 585).
[<ουσ. ζήλος ο με αλλαγή γένους]
- Δυνατή επιθυμία, πόθος: