Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζέχνω [zéxno] Ρ3α : (προφ.) μυρίζω άσχημα· βρομώ: Zέχνει ολόκληρος από τη βρόμα και την απλυσιά. (έκφρ.) βρομάει* και ζέχνει.
[< ζέ(νω) μεταπλ. -χνω με βάση το συνοπτ. θ. ζεξ- κατά το σχ.: δειξ- (έδειξα) - δείχνω]