Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζάχαρο
17 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζάχαρο το [záxaro] Ο40 : ΣYN σάκχαρο. 1. (χημ., συνήθ. πληθ.) για οργανικές ενώσεις που περιέχουν άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο· υδατάνθρακες: Οι υδατάνθρακες διακρίνονται σε απλά και διασπώμενα ζάχαρα. 2. (ιατρ.) α. η περιεκτικότητα του αίματος σε ζάχαρο: Mετρώ το ~ κάποιου. Ρυθμίζω το ~ ενός ασθενή. Yψηλό / χαμηλό / φυσιολογικό ~. β. η νόσος ζαχαρώδης διαβήτης, η οποία οφείλεται σε υψηλότερη από το φυσιολογικό περιεκτικότητα του αίματος σε ζάχαρο· ζαχαροδιαβήτης: Έχω ~. Πάσχω από ~.

[λόγ. < σάκχαρον με προσαρμ. στη δημοτ. από επίδρ. της λ. ζάχαρη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαχαρο- [zaxaro] & ζαχαρό- [zaxaró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ζαχαρ- [zaxar], συχνά όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· (πρβ. σακχαρο-). 1. δηλώνει ότι το β' συνθετικό: α. περιέχει ζάχαρη: ~κούλουρο. || ~κάλαμο, ζαχαρότευτλο. || ζαχαρούχος. β. είναι γλυκό, έχει γλυκιά γεύση: ~λεμονιά. γ. έχει σχέση με την παρασκευή γλυκισμάτων: ~πλάστης, ~πλαστείο. 2. αναφέρεται στην ύπαρξη σακχάρου, συχνά σε εναλλαγή με το α' συνθετικό σακχαρο-: ~διαβήτης.

[1: μσν. ζαχαρ(ο)- θ. του ουσ. ζάχαρ(η) -ο- ως α' συνθ.: μσν. ζαχαρο-πιπεράτος `φτιαγμένος με ζάχαρη και πιπέρι΄ & λόγ. θ. της λ. ζάχαρ(ις) -ο-: ζαχαρ-ούχος < σακχαρούχος· 2: λόγ. < σακχαρο- με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το σάκχαρον > ζάχαρο]

[Λεξικό Κριαρά]
ζαχαρογλυκεράτος, επίθ.
  • (Μεταφ.) γλυκός, ευχάριστος:
    • η συντυχιά της θαυμαστή, ζαχαρογλυκεράτη (Αχιλλ. N 824).

[<ουσ. ζάχαρη + επίθ. γλυκερός + κατάλ. άτος]

[Λεξικό Κριαρά]
ζαχαρογλυκοπίπερα, επίρρ.
  • Με γεύση γλυκιά και στυφή:
    • ζαχαρογλυκοπίπερα εξέβηκεν ο μούστος (Κρασοπ. L 77).

[<επίθ. *ζαχαρογλυκοπίπερος <καθαρογλυκοπίπερος (βλ. ά.) με επίδρ. του ουσ. ζάχαρη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαχαροδιαβήτης ο [zaxaroδiavítis] Ο10 : η νόσος ζαχαρώδης διαβήτης, το ζάχαρο.

[λόγ. < σακχαροδιαβήτης με προσαρμ. στη δημοτ. από επίδρ. της λ. ζάχαρη]

[Λεξικό Κριαρά]
ζαχαρόδροσον το.
  • Γλυκιά δροσιά:
    • να στάζει ζαχαρόδροσον σαν τ’ όμορφον σταφύλι (Περί γέρ. 155).

[<ουσ. ζάχαρη + δροσιά]

[Λεξικό Κριαρά]
ζαχαροζυμωμένος, μτχ. επίθ.
  • (Μεταφ.)
    • α) γλυκός, ευχάριστος:
      • φιλιά ζαχαροζυμωμένα (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β´ 126
    • β) όμορφος και γλυκός:
      • κορασίδα μου ζαχαροζυμωμένη (Πανώρ. Α´ 339).

[<ουσ. ζάχαρη + μτχ. παρκ. του ζυμώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ζαχαρόθερμον το· σαχαρόθερμον.
  • Ζεστό νερό με ζάχαρη, σιρόπι:
    • (Προδρ. IV 576).

[<ουσ. ζάχαρη + θερμόν]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαχαροκάλαμο το [zaxarokálamo] Ο41 : φυτό των τροπικών και παρατροπικών χωρών, από το χυμό του οποίου παράγεται, με βιομηχανικές μεθόδους, ζάχαρη: Οι φυτείες ζαχαροκάλαμου στην Kούβα.

[λόγ. < σακχαροκάλαμον με προσαρμ. στη δημοτ. από επίδρ. της λ. ζάχαρη < σακχαρο- + κάλαμ(ος) -ον μτφρδ. γαλλ. canne à sucre ή γερμ. Zuckerrohr]

[Λεξικό Κριαρά]
ζαχαρόμελο το.
  • Ποτό από ζάχαρη και μέλι, ηδύποτο:
    • ούτε με ζαχαρόμελα ποσώς να τον γλυκάνουν (Περί ξεν. 531).

[<ουσ. ζάχαρη + μέλι]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες