Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζάχαρη η [záxari] Ο32 λόγ. γεν. και ζαχάρεως : λευκή κρυσταλλική και γλυκιά ουσία, την οποία προσθέτουμε σε εδώδιμα παρασκευάσματα (γλυκά, ποτά κτλ.), για να γλυκάνουμε τη γεύση τους: Xοντρή / ψιλή ~. Ένας κύβος ~. Kαφές με λίγη ~. Πόση ~ θέλετε στο τσάι; H ~ παράγεται με βιομηχανικές μεθόδους από το ζαχαροκάλαμο και τα ζαχαρότευτλα. Εργοστάσιο / βιομηχανία ζαχάρεως. || Γλυκός σαν ~, πολύ γλυκός. ΦΡ περνάω ~, καλοπερνώ.
[ελνστ. ή μσν. *ζάχαρ(ις) μεταπλ. -η < ελνστ. σάκχαρις `ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο΄ (ανατολ. προέλ.), με ηχηροπ. του αρχικού [s > z] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-s > tin-z] και απλοπ. του συμφ. συμπλ. [kx > x] (πρβ. μσν. το ζάχαριν, το ζάχαρ, δες και στο ζάχαρο)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζάχαρη η· ζάχαρις.
-
- α) Ζάχαρη:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1310)·
- (σε μεταφ.):
- ζάχαρη τα χείλη σου στα σωθικά μου στάσσου (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Α´ 116)·
- β) (μεταφ., προκ. για κ. γοητευτικό και ευχάριστο):
- Ζάχαρη … έναι τ’ ανάβλεμμά σου (Ch. pop. 276).
[<μτγν. ουσ. σάκχαρις. Ο τ. στο Du Cange App.· βλ. και LBG. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- α) Ζάχαρη:
[Λεξικό Κριαρά]
- ζάχαρης ο.
-
- Ζάχαρη:
- έψηννεν τον ζάχαρην (Μαχ. 65619).
[<ουσ. ζάχαριν. Η λ. και σήμ. κυπρ.]
- Ζάχαρη: