Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζάφτι το [záfti] Ο (άκλ.) : (προφ.) ΦΡ κάνω κπ. ~, τον υποτάσσω στη θέλησή μου ή στη δύναμή μου: Παλεύουμε να δούμε ποιος κάνει τον άλλον ~, ποιος νικάει. Δεν μπορεί να κάνει ~ τα παιδιά του, δεν μπορεί να τους επιβληθεί, να τα χαλιναγωγήσει.
[μσν. ζάφτι < ζάπτι με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < αραβ. dabt -ι ή τουρκ. zapt -ι]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζάφτι το· ζάπτι.
-
- Περιορισμός, έλεγχος:
- Τόσα να πουλιώνται με πολύ ζάπτι (Συναδ. φ. 73v).
[<τουρκ. zapt. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Περιορισμός, έλεγχος: