Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζάρωμα το [zároma] Ο49 : το αποτέλεσμα του ζαρώνω.
[μσν. ζάρωμα < ζαρώ(νω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζαρωμάδα η.
-
- Ζαρωματιά, ρυτίδα:
- μισά τες ζαρωμάδες (Στάθ. Β´ 253).
[<μτγν. ουσ. ζάρωμα (L‑S Suppl., LBG, Κριαρ.) + κατάλ. ‑άδα. Η λ. στο Βλάχ.]
- Ζαρωματιά, ρυτίδα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζαρωματιά η [zaromatxá] Ο24 (συνήθ. πληθ.) : μικρή πτυχή σε ύφασμα, δέρμα κτλ. που δεν είναι καλά τεντωμένο ή σιδερωμένο· ζάρα.
[ζαρωματ- (ζάρωμα) -ιά]