Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζάρα η [zára] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : α. για μικρές πτυχές σε ύφασμα (δέρμα κτλ.) που δεν είναι καλά τεντωμένο ή σιδερωμένο· ζαρωματιά. β. για μικρές πτυχές στο δέρμα, ιδίως του προσώπου, του λαιμού και των χεριών· (πρβ. ρυτίδα): Γερασμένο, γεμάτο ζάρες πρόσωπο. Γέρικα χέρια, αδύναμα κι όλο ζάρες.
[ζαρ(ώνω) -α (αναδρ. σχημ.)]