Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εύψυχα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εύψυχα, επίρρ.
  • Με θάρρος, με τόλμη:
    • Ήρξατο πάλιν την οδόν εύψυχα να υπάγει (Λόγ. παρηγ. L 655).

[<επίθ. εύψυχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες