Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εύχυμος, επίθ.
-
- (Προκ. για τροφή) που δημιουργεί καλούς, υγιεινούς χυμούς στον οργανισμό:
- (Σταφ., Ιατροσ. 359).
[αρχ. επίθ. εύχυμος. Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για τροφή) που δημιουργεί καλούς, υγιεινούς χυμούς στον οργανισμό:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εύχυμος -η -ο [éfximos] Ε5 : (λόγ.) χυμώδης1.
[λόγ. < αρχ. εὔχυμος]