Παράλληλη αναζήτηση
17 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εύχαρις -ις -ι [éfxaris] Ε (λόγ., μόνο στην ονομ. και αιτ. εν.) : (συνήθ. ειρ. ή πειραχτικά) χαρωπός, χαρούμενος: Tι συμβαίνει και είσαι τόσο ~; Πήρε ένα πολύ εύχαρι ύφος.
[λόγ. < αρχ. εὔχαρις]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευχαρισία η· αυκαρισιά· ευχαρισιά.
-
- α) Ευγνωμοσύνη:
- (Κυπρ. ερωτ. 9618)·
- β) καλή διάθεση:
- ποτέ της σ’ όσα πάθιασα είπεν και πρέπει ευχαρισιά (αυτ. 12528).
[<ευχαρίζομαι + κατάλ. ‑σία]
- α) Ευγνωμοσύνη:
[Λεξικό Κριαρά]
- ευχαριστημένα, επίρρ.· ευκαριστημένα· φκαριστημένα· φχαριστημένα.
-
- Με ευχαρίστηση, ικανοποίηση:
- θέλει πηαίνει ως πεθυμά, καλά, ευκαριστημένα (Φορτουν. Α´ 293).
[<μτχ.παρκ. του ευχαριστώ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Με ευχαρίστηση, ικανοποίηση:
[Λεξικό Κριαρά]
- ευχαριστήριος, επίθ.
-
- Που λέγεται ή γίνεται σε ένδειξη ευχαριστίας:
- ύμνους ευχαριστηρίους αναπέμψατε (Καναν. 565).
[μτγν. επίθ. ευχαριστήριος. Η λ. και σήμ.]
- Που λέγεται ή γίνεται σε ένδειξη ευχαριστίας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευχαριστήριος -α -ο [efxaristírios] Ε6 : α.για γραπτό ή για προφορικό λόγο με τον οποίο εκφράζονται ευχαριστίες: ~ ύμνος. Ευχαριστήρια επιστολή / προσευχή. Ευχαριστήριο γράμμα. β. που γίνεται για να εκφραστούν ευχαριστίες ή ως έκφραση ευχαριστίας: Ευχαριστήρια επίσκεψη / σύναξη. Ευχαριστήριο δώρο. γ. (ως ουσ.) γ1. το ευχαριστήριο, κάρτα με ευχαριστίες, που στέλνει κάποιος για τις ευχές, τα συγχαρητήρια ή τα συλλυπητήρια που έλαβε. γ2. (παρωχ.) τα ευχαριστήρια, λόγια ευχαριστίας, ευχαριστίες.
[λόγ. < ελνστ. εὐχαριστήριος `που εκφράζει ευγνωμοσύνη΄ & κατά τις σημ. της λ. ευχαριστώ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευχαρίστηση η [efxarístisi] Ο33 : ευχάριστο συναίσθημα που προξενούν σε κπ. οι ενέργειες ή οι καταστάσεις που είναι σύμφωνες με τις επιθυμίες του ή με τις αντιλήψεις του. ANT δυσαρέσκεια: Παρακολουθώ με ~ τις προόδους σου. Δεν έκρυβε την ευχαρίστησή του για τα αποτελέσματα. Δέχομαι την πρόσκλησή σου με πολλή ~, ευχαρίστως. (έκφρ.) βρίσκω ~ σε κτ. ή κτ. μου κάνει ~, μου αρέσει, με ευχαριστεί: Bρίσκω μεγάλη ~ στο διάβασμα. Δε μου κάνει ~ να ταξιδεύω. κάνω κτ. από ~, όχι υποχρεωτικά ή από καθήκον: Tου έκανα ένα δώρο από ~. κάνω κτ. για την ευχαρίστησή μου, για την ψυχαγωγία μου. || για γεγονός ή για κατάσταση που προξενεί ευχαρίστηση: Είναι ~ να ακούς μουσική. H μελέτη δεν είναι αγγαρεία αλλά ~. || (σε τυποποιημένες εκφράσεις ευγένειας): Aν έχεις την ~, μου δίνεις λίγο νερό; Έχετε την ~ να μου δώσετε λίγο νερό; Mε πολλή ~ να σας δώσω ό,τι θέλετε, πολύ ευχαρίστως. Ευχαρίστησή μου να σας φιλοξενήσω, χαρά μου. Έχω την ~ να σας παρουσιάσω το νέο μας συνάδελφο, έχω τη χαρά. Mε ποιον έχω την ~ να μιλώ;, όταν μας είναι άγνωστος ο συνομιλητής μας. (Δώσε / δώστε) ό,τι έχεις / έχετε ~, για έρανο ή γενικά για υλική βοήθεια.
[λόγ. ευχαριστη- (ευχαριστώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. plaisir]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευχαρίστησις ‑ση η· φκαρίστηση· φχαρίστηση.
-
- 1) Ευχαρίστηση:
- φχαρίστησην πολλήν παίρνεις στον θάνατόν μου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [358]).
- 2) Ευχαριστία:
- Φκαρίστησες πολλές βολές δίδω και συχωρώ σου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 55721).
[<ευχαριστώ + κατάλ. ‑σις. Η λ. (‑σις) στο LBG, στο Somav. και σήμ. (‑ση)]
- 1) Ευχαρίστηση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευχαριστία η [efxaristía] Ο25 : I.(συνήθ. πληθ.) έκφραση ευγνωμοσύνης: α. σε τυποποιημένες εκφράσεις, όταν θέλουμε να ευχαριστήσουμε κπ.: Σας εκφράζω τις ευχαριστίες μου. Δεχτείτε τις θερμές μου ευχαριστίες για τη συμπαράστασή σας / για τις ευχές σας κτλ. (Διαβίβασε) τις ευχαριστίες μου στον αδελφό σου. β. (εκκλ.) ευχαριστήρια προσευχή: Ύμνος ευχαριστίας προς το Θεό. Aναπέμπτω ευχαριστίες στο Θεό. II. (εκκλ.) Θεία Ευχαριστία, το μυστήριο που αποτελεί το επίκεντρο της Θείας Λειτουργίας και κατά το οποίο μετουσιώνεται ο άρτος και ο οίνος σε σώμα και σε αίμα του Xριστού.
[λόγ.: Ι: αρχ. εὐχαριστία `ευγνωμοσύνη΄ & σημδ. γαλλ. remerciement· ΙΙ: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευχαριστία η· ευκαριστία· ευκαριστιά· ευχαριστιά· φκαριστιά· φχαριστία· φχαριστιά.
-
- 1)
- α) Έκφραση ευγνωμοσύνης, ευγνωμοσύνη, ευχαριστία:
- (Χειλά, Χρον. 353), (Φορτουν. Ε´ 90), (Κορων., Μπούας 152)·
- β) ευχαριστήρια προσφορά:
- εκεί το σφάζω (ενν. το κοπέλι) να καγεί, ευκαριστιά να δώσω (Θυσ. 735).
- α) Έκφραση ευγνωμοσύνης, ευγνωμοσύνη, ευχαριστία:
- 2) Φρ. έχω ευκαριστία = χρωστώ χάρη σε κάπ., νιώθω ευγνωμοσύνη για κάπ.:
- (Φορτουν. Ε´ 274), (Μαχ. 24614).
- 3)
- α) Ευχαρίστηση, ικανοποίηση (υλική ή ηθική):
- κάμε να μάθου (ενν. τα παιδιά) γράμματα να ’χεις ευχαριστία (Φαλιέρ., Λόγ. 272· Στάθ. Α´ 270)·
- β) χαρά, απόλαυση:
- ήτουνα δοσμένον μ’ ευχαριστιάν της το φιλί (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1497]).
- α) Ευχαρίστηση, ικανοποίηση (υλική ή ηθική):
- 4) (Εκκλ.)
- α) ευχαριστήρια δέηση, δοξολογία:
- εποίκαν μεγάλην ευχαριστίαν εις τον Θεόν διά την πρώτην νίκην (Μαχ. 10622· Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 442)·
- β) το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας· η μετάληψη:
- (Ιστ. πατρ. 19210).
- α) ευχαριστήρια δέηση, δοξολογία:
[αρχ. ουσ. ευχαριστία. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευχαριστιακός -ή -ό [efxaristiakós] Ε1 : που έχει σχέση με την ευχαριστία προς το Θεό ή με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας: Ευχαριστιακή σύναξη των πιστών.
[λόγ. ευχαριστί(α) -ακός]