Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εύφορος, επίθ.
-
- (Προκ. για άνεμο) ευνοϊκός:
- (Βέλθ. 1305).
[αρχ. επίθ. εύφορος. Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για άνεμο) ευνοϊκός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εύφορος -η -ο [éforos] Ε5 : που παράγει ή που μπορεί να παράγει άφθονους καρπούς, που είναι γόνιμος, παραγωγικός: H γη της Mακεδονίας είναι εύφορη. Tο έδαφος της θεσσαλικής πεδιάδας είναι εύφορο. ~ κάμπος. Εύφορο χώμα. Εύφορη χώρα.
[λόγ. < αρχ. εὔφορος]