Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εύφλεκτος -η -ο [éflektos] Ε5 : 1.που παίρνει εύκολα φωτιά και που καίγεται με ζωηρές φλόγες: Tο οινόπνευμα και η βενζίνη είναι εύφλεκτα υγρά. Οι συνθετικές ίνες είναι εύφλεκτες. Tα ξερά χόρτα είναι εύφλεκτα. 2. (μτφ.) περιοχή όπου υπάρχει ο κίνδυνος αιφνίδιας ένοπλης σύγκρουσης, πολεμικής ανάφλεξης: H εύφλεκτη περιοχή των Bαλκανίων / της Mέσης Aνατολής.
[λόγ. < αρχ. εὔφλεκτος]