Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εύσωμος -η -ο [éfsomos] Ε5 : για άνθρωπο που είναι αρκετά παχύς, με κανονική όμως διάπλαση και που έχει κανονικό ή ψηλό ανάστημα.
[λόγ. < ελνστ. εὔσωμος `με γερό σώμα΄ κατά τη σημ. του αρχ. εὐσώματος `καλά αναπτυγμένος΄]