Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εύστροφος, επίθ.
-
- Επιτήδειος, ικανός:
- άνδρα συνετόν και περί τα πολεμικά εύστροφον (Δούκ. 1133).
- Το ουδ. ως ουσ. = ευκινησία, ταχύτητα:
- το τε της κινήσεως εύστροφον και οξύτατον (αυτ. 10517).
[αρχ. επίθ. εύστροφος. Η λ. και σήμ.]
- Επιτήδειος, ικανός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εύστροφος -η -ο [éfstrofos] Ε5 : που έχει ταχύτατη αντίληψη και ικανότητα συνδυασμού και επεξεργασίας των εκάστοτε δεδομένων για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης: Είναι ~ (στις απαντήσεις του). ANT αργόστροφος. Είναι / έχει εύστροφο πνεύμα.
εύστροφα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. εὔστροφος]