Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εύσπλαχνος -η -ο [éfsplaxnos] & εύσπλαγχνος -η -ο [éfsplaŋxnos] Ε5 : που ευσπλαχνίζεται κπ., φιλεύσπλαχνος, σπλαχνικός. ANT άσπλαχνος.
[λόγ. < ελνστ. εὔσπλαγχνος, αρχ. σημ.: `με υγιή σπλάχνα΄ με απλοπ. του συμφ. συμπλ. κατά το σπλαχνικός]