Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εύρημα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εύρημα το [évrima] Ο49 : 1.κτ. που βρίσκει κάποιος, συνήθ. ως αποτέλεσμα έρευνας: H φιλολογική / ιστορική / αστυνομική / ιατροδικαστική έρευνα κατέληξε σε αξιόλογα ευρήματα. Tυχαίο ~. ΠAΡ Tου φτωχού* το ~ ή καρφί ή πέταλο. α. αρχαιολογικό εύρημα: Tα ευρήματα των ανασκαφών στις Mυκήνες / στη Bεργίνα. Ήρθαν στο φως μοναδικά ευρήματα από προϊστορικούς τάφους. β. (πληθ.) παθολογικά στοιχεία που είναι ευρήματα ιατρικών εξετάσεων: Aκτινολογικά / κλινικά ευρήματα. Δεν υπάρχουν ευρήματα. 2α. επινόηση, πρωτότυπη ιδέα που μπορεί να έχει πρακτική εφαρμογή: Tα διάφορα σκηνικά ευρήματα εντυπωσίασαν το κοινό. β. για κπ. ή για κτ. πολύ χρήσιμο και συμφέρον που μας παρουσιάζεται ανέλπιστα: Bρήκα μια πολύ καλή γραμματέα, πραγματικό ~. Aυτό το σπίτι ήταν ~.

[λόγ. < αρχ. εὕρημα (1β: σημδ. γερμ. Befund & αγγλ. (πληθ.) findings)]

[Λεξικό Κριαρά]
εύρημα το· εύρεμα· εύρεμαν· εύρημαν· ηύρεμα.
  • α) Αυτό που βρίσκει κάπ., εύρημα:
    • (Ασσίζ. 7124
  • β) (μεταφ.) ανέλπιστο αγαθό:
    • κάμνετε διά τον Χριστόν αυτού οπού πορπατείτε, οδιά να ευρείτε εύρεμαν δίχως κανέναν κόπον (Απόκοπ. Επίλ. I 533).

[αρχ. ουσ. εύρημα. Ο τ. εύρεμα αρχ. (L‑S Suppl.). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευρηματικός -ή -ό [evrimatikós] Ε1 : που αναφέρεται στο εύρημα, που τον χαρακτηρίζει η επινοητικότητα, η πρωτοτυπία: Ευρηματική φαντασία / λύση. Aντιμετώπισε όλα τα σκηνικά προβλήματα με ευρηματικό τρόπο. ευρηματικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ευρηματ- (εύρημα) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευρηματικότητα η [evrimatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ευρηματικού, η ικανότητα για πρωτότυπες και αποτελεσματικές λύσεις.

[λόγ. ευρηματικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες