Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εύρεσις ‑ση η· εύρησις.
-
- α) Το αποτέλεσμα αναζήτησης, ανεύρεση:
- της αδελφής την εύρεσιν (Διγ. Z 540)·
- περί της ευρήσεως του Τιμίου Σταυρού (Κώδ. Πάτμου I 170 κριτ. υπ.)·
- β) εφεύρεση, επινόηση:
- ο Έρωτας … καθημερνό ξετρέχει καινούργιες τέχνες και εύρεσες (Φορτουν. Γ´ 387).
[αρχ. ουσ. εύρεσις. Η λ. (‑ση) και σήμ.]
- α) Το αποτέλεσμα αναζήτησης, ανεύρεση: